ιμοραλισμός

ιμοραλισμός
1. έλλειψη ηθικότητας
2. (φιλοσ.) η ηθική δοξασία που οδηγεί στη σχετικότητα τών ηθικών αξιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. immoralism < immoral + -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιμοραλισμός — ο (λ. γαλλ.), ονομασία που δόθηκε στην ηθική διδασκαλία του Νίτσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”